- στοχάζομαι
- ΝΜΑ [στόχος]προσπαθώ να εικάσω, φαντάζομαι πώς είναι κάτι ή κάποιος (α. «πως είν' τής Αυγούλας ο Ανθός εστοχάσθη», Σολωμ.β. «στοχάσου τώρα τὴν φρικτὴν ἐμὴν ἀνδραγαθίαν», Διγεν. Ακρ.γ. «τῆς τότε διανοίας τοῡ τιθέντος αὐτὰ ἐστοχάσθαι», Πλάτ.)νεοελλ.1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι («ασάλευτη στοχάζετο με δίχως να μιλήσει», Ερωτόκρ.)2. υπολογίζω, λογαριάζω, σταθμίζω, λαμβάνω υπ' όψιν (α. «δεν το στοχάστηκα καλά κι έπεσα έξω» β. «ό,τι κάμεις κι ό,τι πεις, τί θα συμβεί να στοχαστείς» — να ζυγίζεις πάντοτε τα λόγια σου και τις πράξεις σου, παροιμ.)αρχ.1. χρησιμοποιώ ως στόχο, σημαδεύω με το τόξο («ἄλλου στοχαζόμενος ἔτυχε τούτου», Ξεν.)2. επιδιώκω, προσπαθώ να επιτύχω κάτι («τοῡ ἡδέος στοχάζεται ἄνευ τοῡ βέλτιστου», Πλάτ.)3. εξετάζω, ερευνώ («στόχασαί σοι τήν ὁδὸν καὶ τριμεριεῑς τὰ ὅρια τῆς γῆς σου», ΠΔ)4. φείδομαι.
Dictionary of Greek. 2013.